- χαλυβώνω
- [-Й (ο)] μετ.1) превращать в сталь; 2) покрывать сталью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλυβώνω — Ν βλ. χαλυβδώνω … Dictionary of Greek
χαλυβώνω — 1. χαλυβοποιώ, μετατρέπω σίδερο σε χάλυβα. 2. προσαρμόζω χάλυβα σε μετάλλινο αντικείμενο, ατσαλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλυβδώνω — και χαλυβώνω Ν 1. μεταβάλλω τον σίδηρο σε χάλυβα 2. ενισχύω μεταλλικό αντικείμενο με χάλυβα 3. μτφ. δυναμώνω, ενισχύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας. Ο τ. χαλυβδώνω, κατ επίδραση τού μόλυβδος. Η λ., στον λόγιο τ. χαλυβῶ, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ … Dictionary of Greek
χαλύβδωση — και χαλύβωση, η, Ν [χαλυβδώνω / χαλυβώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαλυβδώνω … Dictionary of Greek
χαλύβωση — η η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλυβώνω, η μεταβολή σίδερου σε χάλυβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)